πυρήφατος

πυρήφατος
πῡρή-φᾰτος, ον, ([etym.] πυρός) formed
A like μυλήφατος, π. Δάματρος λάτρις wheat-pounding servant of Demeter, i.e. a millstone, AP7.394 (Phil., πυρηφάτου cod.P).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυρήφατος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για μυλόπετρα) αυτός που συντρίβει το σιτάρι («πέτραν... πυρήφατον Δάματρος λάτριν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + φατος (< θείνω «φονεύω» για την εναλλαγή θ / φ βλ. λ. θείνω), κατά το μυλή φατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”